Η κακοποίηση των παιδιών είναι ένα σημαντικό πρόβλημα με σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή του παιδιού, οι οποίες παραμένουν και στην ενήλικη ζωή. Περιλαμβάνει τη σωματική κακοποίηση, τη σεξουαλική, τη συναισθηματική / ψυχολογική, την παραμέληση και την έκθεση σε βία στην οικογένεια. Κακοποίηση αποτελεί κάθε πράξη ή παράλειψη ενός γονέα ή κηδεμόνα, με αποτέλεσμα τη βλάβη ή απειλή προς το παιδί.
Η σωματική κακοποίηση είναι η σκόπιμη χρήση σωματικής βίας εναντίον ενός παιδιού. Συνήθως καταλήγει σε σωματικό τραυματισμό. Η σεξουαλική κακοποίηση περιλαμβάνει την επιδίωξη σεξουαλικής επαφής με το παιδί με παραπλάνηση ή βία. Επιπλέον, περιλαμβάνει και την εμπλοκή του σε οποιαδήποτε ενέργεια στοχεύει στην εκτόνωση σεξουαλικών τάσεων του ενηλίκου. Στις περισσότερες των περιπτώσεων τα παιδιά δεν αποκαλύπτουν την κακοποίηση αμέσως μετά το συμβάν. Η απροθυμία τους να το αποκαλύψουν απορρέει από το φόβο και τις απειλές του δράστη. Το παιδί αναγκάζεται να κρατήσει μυστική τη σεξουαλική κακοποίηση και νιώθει απογοητευμένο και αβοήθητο. Το αίσθημα του ανήμπορου και ο φόβος ότι κανένας δεν θα το πιστέψει λειτουργούν ανασταλτικά. Πολλά παιδιά αποκαλύπτουν τη σεξουαλική κακοποίηση στην ενήλικη ζωή.
Η ψυχολογική κακοποίηση μεταδίδει στο παιδί το μήνυμα ότι δεν αξίζει και ότι είναι ανεπιθύμητο. Η συναισθηματική κακοποίηση ορίζεται στη συστηματική και ακραία ματαίωση των βασικών συναισθηματικών αναγκών του παιδιού. Περιλαμβάνει αποκλίνουσες πρακτικές φροντίδας, απορριπτική ή και εχθρική στάση, κοινωνική απομόνωση, εκφοβισμό με απειλή εγκατάλειψης. Περιλαμβάνει, επίσης, απαιτήσεις που δεν ανταποκρίνονται στην ηλικία του παιδιού, λεκτική βία, γελοιοποίηση, συνεχή κριτική, στέρηση, εκμετάλλευση. Γονεϊκές, δηλαδή, πρακτικές που προκαλούν φόβο, άγχος και χαμηλή αυτοεκτίμηση στο παιδί.
Η παραμέληση ως μια άλλη διάσταση της συναισθηματικής κακοποίησης αναφέρεται στη στέρηση των βασικών παροχών. Αυτών που είναι απαραίτητες για την εξέλιξη του παιδιού. Το παιδί είναι από τη φύση του εξαρτημένο από τους γονείς. Αυτοί έχουν την ευθύνη της φροντίδας και της διαπαιδαγώγησής του.
Η παιδική κακοποίηση είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αλληλεπίδρασης. Οι γονείς που παραμελούν τα παιδιά τους έχουν περιορισμένη αλληλεπίδραση μαζί τους. Δεν τους παρέχουν ερεθίσματα και ενθάρρυνση. Συνήθως, όχι μόνο λόγω άγνοιας, αλλά και δυσμενών συνθηκών ζωής ή προσωπικών τους προβλημάτων. Το στρες και η σύγκρουση που απορρέει από τις συζυγικές διαφωνίες πολλές φορές μεταφέρεται στη σχέση γονέων – παιδιών. Οι γονείς συχνά αναμένουν από τα παιδιά τους να αναπληρώσουν την φροντίδα και την αγάπη που στερήθηκαν ως παιδιά. Όταν οι σύζυγοι δεν μπορούν να εκπληρώσουν τις συναισθηματικές τους ανάγκες έχουν περισσότερες πιθανότητες να κακοποιήσουν τα παιδιά τους.
Οι γονείς που κακοποιούν τα παιδιά τους, περιστασιακά ή και συστηματικά δεν σημαίνει ότι τα μισούν ή δεν ενδιαφέρονται. Συχνά αγνοούν τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς τους ή είναι οι ίδιοι σε απόγνωση. Ακόμη, πολλοί πιστεύουν ότι το ξύλο ή η στέρηση είναι τα αποτελεσματικότερα μέσα διαπαιδαγώγησης. Συνήθως αγνοούν τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών τους και συχνά οι προσδοκίες τους υπερβαίνουν τις πραγματικές δυνατότητες του παιδιού. Οι γονείς αυτοί περιγράφονται ως άτομα ανώριμα, με χαμηλή αυτοεκτίμηση, με εσφαλμένη αντίληψη για το παιδί και τη διαπαιδαγώγησή του. Ανίκανα να κατανοήσουν και να ανταποκριθούν στις ανάγκες του και με ελάχιστη ικανοποίηση από τον γονεϊκό τους ρόλο. Τα άτομα που κακοποιούν έχουν συνήθως τα ίδια, αρνητικά βιώματα από την παιδική τους ηλικία.
Οι επιπτώσεις της κακοποίησης εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Πόσο συχνές και σοβαρές είναι οι συμπεριφορές κακοποίησης. Ποιες είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συμβαίνουν. Πόσο χρονικό διάστημα διαρκούν. Ποιός είναι ο δράστης, ποια η σχέση του με το παιδί. Σε ποια εξελικτική περίοδο βρίσκεται το παιδί. Ποιες δυνατότητες υπάρχουν για εναλλακτικές σχέσεις με συνομηλίκους ή με ενηλίκους που μπορεί να εμπιστευθεί.
Οι συνέπειες της κακοποίησης των παιδιών είναι σε επίπεδο συναισθηματικό, η απομόνωση, ο φόβος, η ενοχή και η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Οι ψυχολογικές συνέπειες συμπεριλαμβάνουν τις διαταραχές διατροφής, την εγκατάλειψη του σχολείου, τις απόπειρες αυτοκτονίας και τη χρήση ουσιών. Το παιδί μπορεί να παρουσιάζει εφιάλτες, απάθεια, θλίψη, αδιαφορία για το παιχνίδι, απομόνωση ή έντονη επιθετικότητα.
Δεν επηρεάζονται όμως όλα τα παιδιά το ίδιο από τις εμπειρίες κακομεταχείρισης. Κάποια παιδιά τα βγάζουν πέρα στις δύσκολες συνθήκες με ελάχιστες επιπτώσεις. Κάποια άλλα, όμως, είναι ιδιαίτερα ευπαθή. Συνήθως οι επιπτώσεις της κακοποίησης εξαρτώνται και από το γενικότερο πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων. Όταν, δηλαδή, η προβληματική σχέση υποκαθίσταται με μια θετικότερη, σε ένα άλλο πλαίσιο. Τότε συχνά παρατηρείται σημαντική βελτίωση στην εξέλιξη, τη συμπεριφορά και την ψυχοκοινωνική προσαρμογή του παιδιού.
Η κοινωνία φέρει μεγάλη ευθύνη στην αναγνώριση και αντιμετώπιση του φαινομένου κακοποίησης των παιδιών. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού προσωπικού είναι θεμελιώδης. Θεωρείται απαραίτητη η εκπαίδευσή τους στο πώς να αναγνωρίζουν τα σημάδια κακοποίησης. Επιπλέον, η προστασία των παιδιών και εφήβων περιλαμβάνει την εκπαίδευσή τους στο να αναζητούν βοήθεια. Να αναγνωρίζουν, να αρνούνται και να αναφέρουν περιστατικά κακοποίησης. Τέλος, οι γονείς μπορούν να βοηθηθούν με την παρακολούθηση κατάλληλων προγραμμάτων εκπαίδευσης σε γονεϊκές δεξιότητες. Να μάθουν να μιλούν στα παιδιά τους με αναπτυξιακά κατάλληλο τρόπο σχετικά με την προστασία του σώματός τους. Να τους μάθουν να αναγνωρίζουν τα σημάδια των πιθανών δραστών στην κοινότητα. Να διακρίνουν τις επικίνδυνες καταστάσεις, όπως επίσης και τις κατάλληλες από τις ακατάλληλες μορφές απτικής επαφής.